- οροδιαγνωστική
- Εργαστηριακή μέθοδος με την οποία ανιχνεύονται στον ορό του ασθενούς αντισώματα ειδικά για μερικούς παθογόνους παράγοντες· η χρησιμότητα της έτσι είναι μεγάλη για τη διάγνωση πολλών νοσημάτων. Για να γίνει θετική μια οροαντίδραση χρειάζεται να έχει περάσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως μεγαλύτερο της εβδομάδας, από τη στιγμή της μόλυνσης· ο χρόνος αυτός αντιστοιχεί στην περίοδο που απαιτείται για να σχηματιστούν αντισώματα σε ποσότητα αρκετή ώστε να είναι δυνατή η ανίχνευση τους. Τα κυριότερα νοσήματα, για τη διάγνωση των oποίων χρησιμοποιείται η μέθοδος αυτή είναι ο τυφοειδής και οι παράτυφοι, η βρουκέλλωση, η ρικετσίωση, η σύφιλη, η εχινοκοκκίαση, πολλές ιογενείς λοιμώξεις κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.