οροδιαγνωστική

οροδιαγνωστική
Εργαστηριακή μέθοδος με την οποία ανιχνεύονται στον ορό του ασθενούς αντισώματα ειδικά για μερικούς παθογόνους παράγοντες· η χρησιμότητα της έτσι είναι μεγάλη για τη διάγνωση πολλών νοσημάτων. Για να γίνει θετική μια οροαντίδραση χρειάζεται να έχει περάσει ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως μεγαλύτερο της εβδομάδας, από τη στιγμή της μόλυνσης· ο χρόνος αυτός αντιστοιχεί στην περίοδο που απαιτείται για να σχηματιστούν αντισώματα σε ποσότητα αρκετή ώστε να είναι δυνατή η ανίχνευση τους. Τα κυριότερα νοσήματα, για τη διάγνωση των oποίων χρησιμοποιείται η μέθοδος αυτή είναι ο τυφοειδής και οι παράτυφοι, η βρουκέλλωση, η ρικετσίωση, η σύφιλη, η εχινοκοκκίαση, πολλές ιογενείς λοιμώξεις κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οροδιάγνωση — ιατρ. η οροδιαγνωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. serodiagnosis < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + διάγνωση] …   Dictionary of Greek

  • οροδιαγνωστικός — ή, ό 1. ιατρ. αυτός που αφορά τη διάγνωση η οποία γίνεται με βάση την ανάλυση και εξέταση τού ορού τού αίματος 2. το θηλ. ως ουσ. η οροδιαγνωστική ιατρ. μέθοδος ανοσολογικής διαγνωστικής τών λοιμωδών και τών αυτοανοσιακών νοσημάτων η οποία… …   Dictionary of Greek

  • αιμολυτικό σύστημα — Το συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο α.σ. αποτελείται από ερυθρά αιμοσφαίρια προβάτου ή από αιμολυτικό αντιπροβάτειο ορό χωρίς συμπλήρωμα. Όταν αναμείξουμε τα ερυθρά αιμοσφαίρια του προβάτου με τον αντιπροβάτειο ορό δεν παρατηρείται αιμόλυση. Εάν όμως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”